- Ἀρίσβης
- Ἀρίσβηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… … Deutsch Wikipedia
άσιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρίσβης, σύμμαχος των Τρώων, γιος του Αρτάκου. Τον σκότωσε o Ιδομενέας. II (6ος αι. π.Χ.). Σάμιος ποιητής. Έγραψε έπη, που αφορούν τους άρχοντες της πατρίδας του και περιγράφουν με σκωπτική διάθεση την τρυφηλή… … Dictionary of Greek
αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… … Dictionary of Greek
αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… … Dictionary of Greek
Καλλονής, δήμος — Δήμος (8.194 κάτ.) του νομού Λέσβου που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Άγρας, Ανεμότιας, Αρίσβης, Δαφίων, Κεραμίου, Παρακοίλων, Σκαλοχωρίου και Φίλιας, οι… … Dictionary of Greek
Πάσσος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρίσβης … Dictionary of Greek